χαζομάρα

From LSJ

Greek Monolingual

και χαζομάρα, η, Ν
1. η ιδιότητα του χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός
2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. -μάρα, δηλωτική ελαττώματος (πρβλ. παλαβομάρα) κατά τα μεγεθ. ποδάρα, τρομάρα].