τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Full diacritics: λᾱκεδών | Medium diacritics: λακεδών | Low diacritics: λακεδών | Capitals: ΛΑΚΕΔΩΝ |
Transliteration A: lakedṓn | Transliteration B: lakedōn | Transliteration C: lakedon | Beta Code: lakedw/n |
όνος, ἡ,
A bawling, wild talk, Timo 65 (pl.).
λᾱκεδών: ἡ, λόγος, ῥητόν, δόγμα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 171.
λακεδών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή
2. ρητό, δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ / ληκῶ «φωνάζω» + -δων, -όνος (πρβλ. σπα-δών)].