διατειχισμός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ,
A fortifying, τᾶς πόλιος IG4.757B25 (Troezen).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
acción de fortificar o amurallar τᾶς πόλιος IG 4.757A.34, 36, B.11, 18 (Trezén II a.C.).
Greek Monolingual
διατειχισμός, ο (Α)
οχύρωση με τείχος.