Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γείσωμα

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γείσωμα Medium diacritics: γείσωμα Low diacritics: γείσωμα Capitals: ΓΕΙΣΩΜΑ
Transliteration A: geísōma Transliteration B: geisōma Transliteration C: geisoma Beta Code: gei/swma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pent-house, Poll.1.76.

German (Pape)

[Seite 478] od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.

Greek (Liddell-Scott)

γείσωμα: τό, στέγασμα προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arq. saliente, entablamento τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).

Greek Monolingual

το (AM γείσωμα) γείσον
το γείσο
νεοελλ.
οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι.