λυθρίνι

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

και λιθρίνι και λεθρίνι, το
κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους ερυθρίνος, περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων που ανήκουν στην οικογένεια sparidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρυθρίν-ιον, υποκορ. του αρχ. ἐρυθρῖν-ος (με αποβολή του αρκτικού ε- και ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -λ-)].