οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
μακκούρα: «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους» Ἡσύχ.
μακκούρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα και μάκκορ].