λιθοθήρας
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ου, ὁ,
A stone-collector, Tz.H.11.518.
German (Pape)
[Seite 45] ὁ, Steinjäger, -sammler, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοθήρας: ὁ, ὁ συλλέγων λίθους, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 518.
Greek Monolingual
λιθοθήρας, ὁ (Μ)
αυτός που μαζεύει πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαθρο-θήρας, χρυσο-θήρας].