λογομάγειρος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A one who cooks up words, Suid. s.v. Ἀντιφῶν.
Greek (Liddell-Scott)
λογομάγειρος: ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.
Greek Monolingual
λογομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους.