μαδαρότης

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰρότης Medium diacritics: μαδαρότης Low diacritics: μαδαρότης Capitals: ΜΑΔΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: madarótēs Transliteration B: madarotēs Transliteration C: madarotis Beta Code: madaro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἱππ. Προγν. 47.

Greek Monolingual

μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) μαδαρός
1. η ιδιότητα του μαδαρού, η φαλακρότητα
2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.