μεγαλόπτωχος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ὁ,
A magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.
German (Pape)
[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.
Greek Monolingual
μεγαλόπτωχος, ὁ (Α)
φτωχός που φέρεται με μεγαλειώδη τρόπο.