μασέλα
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Greek Monolingual
η
1. γνάθος, σαγόνι
2. το σύνολο τών δοντιών κάθε γνάθου, οδοντοστοιχία
3. τεχνητή οδοντοστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascella].