μεγαλοποιώ
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
(Α μεγαλοποιῶ, -έω)
1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ
2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε -ποιῶ].