μεθοριακός
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].