μηδαμώς
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(Α μηδαμῶς και μηθαμῶς)
επίρρ. (τρόπου) με κανέναν τρόπο, καθόλου, ουδαμώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. ουδαμ-ώς)].