μεταναστευτικός

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετανάστευση ή στον μετανάστη
2. (κυρίως για πτηνά) αυτός που έχει την ιδιότητα να αλλάζει τόπο διαμονής κατά ορισμένες εποχές και να επανέρχεται, αποδημητικός («μεταναστευτικά πτηνά»)
3. (φρ) «μεταναστευτικά κύτταρα»
(στα ανώτερα ζώα) στοιχεία του αίματος τα οποία μπορούν να εξέλθουν από τα αγγεία και να εισχωρήσουν στους διάφορους ιστούς υπό την επίδραση χημειοτακτικών ή φυσικών παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταναστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα].