ακατεύναστος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατεύναστος, -ον) κατευνάζω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί
«ακατεύναστη οργή»
αρχ.
αυτός που δεν έχει πέσει στο κρεβάτι, δεν έχει κατακλιθεί.