Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(-ούς), -ές (Μ ἀκροπαγής)
ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα
«ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι.