ακροατής

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) ἀκροῶμαι
1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει
2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ.
νεοελλ.
αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι εγγεγραμμένος ως κανονικός φοιτητής, χωρίς όμως και να έχει ούτε τα δικαιώματα, ούτε και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών
αρχ.
1. μαθητής, οπαδός
2. αναγνώστης.