ἀκωδώνιστος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ον,
A not tested, Ar.Lys.485.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκωδώνιστος: -ον, = ἀνεξέταστος, ἀδοκίμαστος, Ἀριστοφ. Λυσ. 485, ἴδε κώδων.
Spanish (DGE)
-ον
no sonado de las monedas para comprobar su valor, no ensayado, de ahí fig. no probado ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα Ar.Lys.485, cf. Phryn.PS 51, AB 374.
Greek Monolingual
ἀκωδώνιστος, -ον (Α) κωδωνίζω
αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος.