θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέτασηνεοελλ.(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχήαρχ.αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.