ἀδοκίμαστος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἀδοκίμαστον, not approved, Lys.14.8, 15.11, Aeschin.3.15, etc.; πρᾶγμα D.H.11.57; τὸ ἀδοκίμαστον Onos.Praef.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no autorizado legalmente ἱππεύειν Lys.14.8, 15.11, ἀδοκίμαστον πράγμα καὶ βουλῆς δεόμενον D.H.11.57
•no sometido a δοκιμασία o examen legal, αἱ κληρωταὶ ἀρχαὶ οὐκ ἀδοκίμαστοι Aeschin.3.15, cf. Iust.Nou.6.1.10
•no sometido a comprobación, sin referencias de un extranjero, Philostr.VA 6.12, cf. Basil.M.29.360A.
2 de una tierra no tasado, no valorado, PStras.23.54 (II d.C.).
II subst. τὸ ἀδοκίμαστον = falta de reputación, falta de fama Onas.praef.7.
III adv. ἀδοκιμάστως = sin testimonio Mac.Aeg.Hom.10.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas encore subi l'épreuve de la δοκιμασία.
Étymologie: ἀ, δοκιμάζω.
German (Pape)
ungeprüft, ohne vorangegangene δοκιμασία, Census, ἱππεύω Lys. 14.8, 16.13.
Russian (Dvoretsky)
ἀδοκίμαστος: не подвергшийся докимасии, т. е. не прошедший цензовой проверки Lys., Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδοκίμαστος: -ον, ὁ μὴ δοκιμασθείς, μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὰ πολιτικὰ δικαιώματα, Λυσ. 140. 14., 175. 45, Αἰσχίν. 56. 3, κτλ.· πρβλ. Ἁρποκρ. ― Ἐπίρρ. -τως.
Greek Monotonic
ἀδοκίμαστος: -ον (δοκιμάζω), αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί, που δεν έχει επιχειρηθεί, μη ασκημένος, σε ό,τι αφορά στα πολιτικά δικαιώματα, σε Λυσ. κ.λπ.
Middle Liddell
δοκιμάζω
untried, unproved, in regard to civic rights, Lys., etc.