αλανιάρης

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α και –ισσα, -ικο
1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης
2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος].