αλήθευμα
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
το (Α ἀλήθευμα) ἀληθεύω
1. ο αληθινός, όχι πλαστός ή ψεύτικος λόγος, η αλήθεια
2. αυτό που υπάρχει πραγματικά, η πραγματικότητα.