αλήθευμα

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

το (Α ἀλήθευμα) ἀληθεύω
1. ο αληθινός, όχι πλαστός ή ψεύτικος λόγος, η αλήθεια
2. αυτό που υπάρχει πραγματικά, η πραγματικότητα.