ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
-η, -ο (Α ἄλκιμος, -ον και -ος, -η, -ον) ἀλκή
νεοελλ.
ο σωματικά δυνατός, εύρωστος, ρωμαλέος, ακμαίος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) δυνατός, γενναίος
2. (για πράγματα) στιβαρός, ανθεκτικός, αποτελεσματικός
3. αυτός που ενισχύει, ενδυναμώνει, τονώνει, βοηθεί.