πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)1. μη σταθερός, ευμετάβλητος2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].