αλλιώς

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλέως)
με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά
νεοελλ.
1. άλλως, ειδεμή
2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε -έως.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος].