οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
η1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα3. χώρος γύρω από το αλώνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].