αλωπεκία
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
η (Α ἀλωπεκία)
αρρώστια, κατά την οποία παρατηρείται πτώση ή προσωρινή έλλειψη τών τριχών, κυρίως δε τών τριχών του κεφαλιού, η ψώρα τών αλεπούδων
αρχ.
1. φωλιά της αλεπούς
2. πληθ. αἱ ἀλωπεκίαι, φαλακρά τμήματα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωπεκικός, αλωπεκιώ].