αμάχη

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

η
1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια
2. το αμάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση του αντιθέτου αγάπη.
ΠΑΡ. αμαχεύω].