ἀμεριμνομέριμνος, -ον (λέξη του Αδ. Κοραή)ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + -μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].