αμετάβατος
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.