πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
ἁμαξίτης, ο (Α)της άμαξας, για άμαξα«ἁμαξίτης φόρτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].