αμυγδαλοθραύστης
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
ο
όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + -θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)].