αμφιδέτης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
ο (Α ἀμφιδέτης)
μσν.
περιδέραιο, κολιέ
αρχ.
περιτραχήλιο, λαιμαριά τών βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιδετικός].