αμφίλογος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίλογος, -ον)
1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα
τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω.
ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ.-μσν. ἀμφιλογοῦμαι].