αμφίλογος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίλογος, -ον)
1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα
τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιλέγω.
ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ.-μσν. ἀμφιλογοῦμαι].