καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
η (Α ἀμφισβήτησις)
1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία
αρχ.
1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα
2. αφορμή για φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ.
ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος].