ἀμφαίνω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

poet. for ἀναφαίνω.

German (Pape)

[Seite 133] = ἀναφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφαίνω: ποιητ. ἀντὶ ἀναφαίνω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀναφαίνω.

English (Slater)

ἀμφαίνω, ἀναφαίνω
   1 proclaim, make known ἔνθα νικάσαις ἀνέφᾶνε Κυράναν (P. 9.73) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν (Schr.: ἀχρὶ ἂν ἀμφάνῃ codd. Plutarchi) fr. 211. of oracles, reveal σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφᾶνεν Κυράνᾳ (P. 4.62) — med., have something proclaimed — ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάντο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71)

Greek Monolingual

ἀμφαίνω (Α)
αναφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφαίνω, με αποκοπή και αφομοίωση].