αμφισβήτηση

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀμφισβήτησις)
1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία
αρχ.
1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα
2. αφορμή για φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ.
ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος].