αναγγελία
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
η (Α ἀναγγελία) ἀναγγέλλω
νεοελλ.
1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση
2. αγγελτήριο γράμμα ή έντυπο
αρχ.
δημόσια ανακήρυξη ή προκήρυξη.