αναδίκαση

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η
επανάληψη, αναθεώρηση της δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].