αναδικάζω

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].