αναδίκαση
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
η
επανάληψη, αναθεώρηση της δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].