ἀμφίπλευρος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A with traverses on both sides, θυρίδες Ph.Bel.81.30.
German (Pape)
[Seite 142] θυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπλευρος: -ον, μὲ πλευρὰς ἑκατέρωθεν, «σεσιδηρωμένας καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας αὐτῶν ποιήσομεν» Φίλ. Βελοπ. σ. 81.
Spanish (DGE)
-ον
de dos hojasde las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.Bel.81.30.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.