αναισθητοποιώ
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
προκαλώ σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση].
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
προκαλώ σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση].