αναιρέσιμος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος
2. αυτός που μπορεί να τον αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος
3. αυτός που μπορεί να τον αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση (-ις)
ΠΑΡ. αναιρεσιμότητα (-της). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].