ανακηρυκτής
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
ο
αυτός που ανακηρύσσει, που έχει ως έργο του την ανακήρυξη κάποιου αποτελέσματος (ψηφοφορίας, δημοπρασίας κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακηρύσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].