ανακοινώνω

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ἀνακοινῶ, -όω)
γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ
αρχ.
Ι. (ενεργ. και μέσ.)
1. μεταδίδω, μεταβιβάζω
2. συμβουλεύομαι, ρωτώ
ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κοινῶ.
ΠΑΡ. ανακοίνωση(-ις)
νεοελλ.
ανακοινωθέν, ανακοινωτής].