ανακοινωθέν
From LSJ
Greek Monolingual
(-έντος), το
επίσημη ανακοίνωση πολιτικού ή στρατιωτικού περιεχομένου από τα μέσα επικοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του διεθνούς σήμερα όρου communique της Γαλλικής (παθ. μτχ. του ρ. communiquer
«ανακοινώνω»)].