ἀνακριτικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 193] zur Untersuchung gehörig.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
gram. interrogativo, modo interrogativo οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν An.Ox.1.104.

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακριτής
ο σχετικός με την ανάκριση ή ο αρμόδιος για τη διεξαγωγή της.